πιντ

πιντ
ή πίντα, η, Ν
μετρολ. παλιά μονάδα χωρητικότητας, ισοδύναμη με μισό περίπου λίτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pint < αμάρτυρο αρχ. λατ. *pincta θηλ. τού *pinctus, άλλου τ. τού pictus, παθ. μτχ. τού pingo «βάφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”